- προθαλής
- -ές, Ααυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προθαλής — early growing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek